Κυριακή 27 Ιουλίου 2014

In the land of the lotus eaters

     Πώς το λένε εκείνο το συναίσθημα , όταν είσαι λίγο αποσβολωμένος και λίγο χαμένος λίγο dazed and confused, όταν είσαι λίγο βουρκωμένος και λίγο ανακουφισμένος. Σαν να έφυγε από πάνω σου ένα βάρος όταν ξαναβρεθηκατε. Σαν να γέλαγες όλον αυτόν καιρό και να μην ήξερες γιατί, αλλά τώρα ξαφνικά έχουν όλα νόημα. Όταν θυμάσαι όλα τα σ' αγαπώ ,όλες τις υποσχέσεις στα σκοτεινά ,όλα τα αγγίγματα και όλες τις στιγμές που ένιωσες ότι ανήκεις. Όταν η θολούρα σου πήρε το χέρι και σε τράβηξε τόσο μακρυά. Και γύρω από ένα τσιγάρο περιστρέφεις την ύπαρξη σου,γιατί σου έμαθε να στρίβεις.
    Πώς το λένε αυτό; Νοσταλγία; Όχι ακριβώς, δεν είναι ότι σταμάτησες ποτέ να την κουβαλάς μέσα σου. Δεν είναι ότι έφυγε ποτέ. Σίγουρα κάποιες φορές θα ευχόσουν να ήταν εκεί όταν θα περιπλανιόσουν στον κόσμο ατίθασος και ελεύθερος. Αλλά ξέρεις ότι δεν θα ήταν το ίδιο. Δεν θα είχες αυτό το κενό να γεμίσεις. Θα ήταν σπίτι πάλι. Θα ήσουν σπίτι πάλι. δεν θα είχε σημασία το τι και το που. Μόνο αυτό. Μόνο Εμείς.
  Πώς ο λένε αυτό το συναίσθημα, που σου λείπουν όλα κάτι στιγμές τόσο δυνατά και ψιλοβουρκώνεις αλλά δεν κλαις. Και δεν ξέρεις γιατί. Αυτό ρε παιδί μου που όταν παίζουν το τραγούδι σας σκέφτεσαι ποσό απύθμενα όμορφο θα ήταν αν ήταν εδώ. Γιατί ξέρει τι σημαίνει για σένα αυτό το τραγούδι. Σε ολόκληρο το σύμπαν σε όλη την δημιουργία σε ότι υπάρχει σε όλες τις εποχές μόνο αυτή θα ήξερε τι σημαίνει για σένα αυτό το τραγούδι. Μόνο αυτή να σε βλέπει μέσα στο αχανές του σύμπαντος.
    Πως το λένε αυτό που όταν ψιλοκοιμάσαι κάτι φορές ενώ ξέρεις ότι είναι τόσο μακρυά και σε απόσταση και σε ζωή , ακόμα κάτι φορές κάνεις να την πάρεις αγκαλιά σαν να είναι δίπλα σου, σαν να μην έφυγε πότε. σαν να μην έπρεπε να φύγει ποτέ. Λες και άπλα ανήκει εκεί , λες και δεν θα μπορούσε να είναι πουθενά αλλού γιατί δεν θα ήταν σωστό.
    Ξέρεις ποιο λέω, αυτό που κάτι φορές σου μιλάει για την δουλεία της και για την ζωή της και εσύ απλά την φαντάζεσαι να είναι εκεί όταν γυρνάς σπίτι, με τα μαλλιά της πιασμένα περίεργα φορώντας τα γυαλιά της,διαβάζοντας στον καναπέ κάτι. Όταν ξέρεις ότι είσαι σπίτι γιατί είναι εκεί. Γιατί αυτή είναι το σπίτι. Γιατί τα πάντα μυρίζουν σαν εκείνη. Και τότε δεν έχουν και πολλά πράγματα σημάτια, ούτε όλα αυτά που τράβηξες ούτε αυτά που θα τραβήξεις. Μόνο αυτό. Μόνο Εμεις.

Με λένε Κωνσταντίνο, είμαι 22 και ακόμα δεν θυμάμαι πως το λένε.

Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2014

Skull and bones

Kαι να'μαι λοιπον, πανω στην βαρκα μοναχος. ουτε μουσα να τραβαει το κουπι ουτε σκοταδι για παρεα. τιποτα. εκει κοιτωντας τον μαυρο τρουλο της σκεψης ημουνα παλι στο μονοπατι που ξερω καλα αλλα ακομα δεν γνωριζώ που με παει. τα ποδια στο τυρκουαζ νερο, τσιγαρο να ανεμιζει και εγω να αποπλανουμε στα ανοιχτα. τωρα πια η στερια θυμιζει σαν να μην υπηρχε ποτε και απλα αφηνομαι στα ρευματα. και ηταν ησυχα. οχι ομορφα, αλλα τουλαχιστον ησυχα. μεχρι που αρχισε το νερο να κρυωνει . εσβησε το τσιγαρο και τα νερα θολωσαν σαν να πνιγηκαν στην σταχτη . τοτε καταλαβα οτι ειχα παρεα. οτι μεσα στο μυαλο μου δεν ημουν μοναχος. ''Δεν ειναι καλυτερα τωρα που δεν αναζητω την προσοχη σου με την βια; που δεν χρειαζεται να πληγωσω το κορμι σου για να σου δωσω ν καταλαβεις πως δεν ανηκεις μεταξυ σαρκας και ψυχης που τρεμουν στον τυφωνα;'' ακουστηκε να λεει η φωνη του απο πισω μου. Και τοτε σαρκαστικα απαντησα:'' ολα ροδινα οπως το λες, αυτο παντα ηθελα για μενα.''. Και ετσι κυλησαμε στο βαθος της νυχτας, στο βαθος της γαληνης.

Με λενε κωνσταντινο ειμαι 21 και ειμαι στην βαρκα μου αλλα ποτε δεν ειμαι μοναχος.

Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2013

Χ.

Eίναι αστείο αν το καλοσκεφτεις, Πώς ξεκινήσαμε και που είμαστε τώρα. Ήταν θυμάμαι όλα τόσο αγνά κάποτε σχεδόν γλαφυρά και αέναα. Ή έτσι τουλάχιστον θέλω να τα θυμάμαι, να κάθομαι μοναχός μου στο παράθυρο και να σκαλίζω αναμνήσεις στο κεφάλι μου μέσα για να έχω κάτι να κάνει το βράδυ να περνά. Κι ώμος πόσο όμορφα ήταν και τώρα τι; μια άσχημη βροχή σε ένα μουντό και ζεστό φθινόπωρο με κάνει να αισθάνομαι κιτρινισμένος και εγώ και να έχω μια τάση να αφεθώ σε κάποια βαρύτητα; και να αγγίξω της γης ετούτης τα χώματα και να ξαπλώσω.
Έτσι να γεννηθήκαμε άραγε όλοι μας μοχθηροί και άκαρδοι; Κάποτε έτσι πίστευα ,πίστευα τόσο έντονα στο σκοτάδι και στην μοναξία μου  μόνο και μόνο για να έχω κάτι να ρεμβάζω τις ερεβώδεις ώρες μεταξύ 2 και 4 το πρωί. Πάντα είναι εκείνες οι ώρες στις οποίες χάνομαι και κάτι άλλο μέσα μου τραυλίζει την ανάγκη μου να χαθώ. Απλώς να αφεθώ στις αναθυμιάσεις και να γίνω ένα με την αποπνικτική ατμοσφαίρα γύρω μου.  Και αν δεν ήταν εκείνη, όχι η γνωστή , ίσως και να γινόταν .ίσως και να γινόμουν και 'γω μια σιωπή που πνίγει όνειρα στο πολύφωτο, και ναι σκέφτομαι ότι κάτι φορές είμαι όντως μελανός και άδειος και τότε εκείνη έρχεται και με γεμίζει γιατί νιώθει το αίμα μου , είναι και δικό της, και δεν με βλέπει γιαυτό που  νόμιζα ότι ήμουν , δεν βλέπει το τέρας βλέπει το πρόσωπο που πάντα έκρυβα : ένα μικρο χαμένο αγόρι ερωτευμένο με την νύχτα.
  Είναι κάτι φορές που τη νύχτα όμως με ποτίζει τόσο που ακόμα και αν ακούω το όνομά μου
 φαίνεται να το ξεχνώ και ολισθαίνω σε μια νιρβάνα τόσο νωχελική σαν κωματώδη κατάσταση που μου κλείνει τα μάτια και με αφήνει να γλιστρήσω στο άπειρο που κρύβεται στα ανοιχτά των κροτάφων μου. Και τότε έρχεται εκείνη να με βγάλει από την ασυνέχεια και ταραχή της βαλτώδης ηρεμίας μου και να μαστιγώσει την αρρώστια με την παρουσία της. Σκίζει την νύχτα με τα χέρια της και αφήνει τον ήλιο να μπει και να βασιλέψει στο νου μου. Και 'γω άπλα στέκομαι αποσβολωμένος,  σκεπτόμενος ότι δεν μου χρειάζονται πολλά πράγματα στην ζωή μου , δεν χρειάζεται να προσπαθήσω τόσο να απαλύνω της φύσης μου το μελανό , γιατί αν ένα  τέτοιο κοριτσάκι με αγαπάει , πόσο κακός μπορεί να είμαι ;

Με λένε Κωνσταντίνο,είμαι 21 τώρα πια δεν φοβάμαι πια τις  ώρες 2 με 4  γιατί ξέρω ότι θα έρθει να με βρεί

Κυριακή 11 Αυγούστου 2013

Its like I'm sleepwalking

Πώς γίνεται να μην είσαι εδώ; Πως; Πως γίνεται να μην περνάω την πιο σκοτεινή μου ώρα μαζί σου; Πως γίνεται να μου είπες σ'αγαπώ μια μέρα στα σκοτεινά τότε που κοιμόμασταν μαζί και δενόντουσαν οι ψυχές μας σε έναν κόμπο αέναο και αμετάβλητο και τώρα να βαδίζω την σκοτεινή κοιλάδα αυτή μονός μου; Μονός μου ανάμεσα σε χιλιάδες. Πως γίνεται να αφήνομαι σε ένα σκοτάδι και μια άπατη για να κοιμηθώ; Πως μου λες; Πως γίνεται ακόμα κάθε νύχτα να την ποτίζω με την ουσία σου;  Και γιατί; Γιατί ακόμα όταν εξερευνώ τα σκοτάδια και περιμένω να φανείς; Γιατί έρχεσαι κάθε μέρα και κάθε νύχτα στο κεφάλι μου; Γιατί μου προσφέρεις δέκα λεπτά μονό γαλήνης;
Χτες ήταν μια άλλη μέρα. και ανάμεσα σε αλκοόλ και οπιούχα άρχισε η γη γύρω μου πάλι να τρέμει και σταδιακά εξαφανίστηκα , διαλύθηκα εκ των έσω και ανασχηματίστηκα άλλου, σε κάποια άλλη γη σε κάποιο άλλο σύμπαν σε άλλους κόσμους . Το δέρμα μου ασήμιζε στην έλλειψη του φωτός . Ήμουνα κάπου αλλού και έβλεπα ένα αστέρι να πεθαίνει. Έβλεπα έναν απρόσμενο τυφώνα αέριων και αζώτου να σκίζουν το απέραντο και αχαρτογράφητο διάστημα. Και τότε κατάλαβα ότι ήμουν τόσο μακρυά. Κατάλαβα τα πάντα σχεδόν. Εκατόν σαράντα εφτά χιλιάδες έτη φωτός από την γη και ακόμα ήσουνα μέσα μου στον πυρήνα μου σε ό,τι ονομάζουμε ψυχή, εκεί κατοικούσες. Ήμουνα τόσο μακρυά και έβλεπα κάτι τόσο αχανές και αναρίθμητο που ο νους δεν μπορούσε να αντιληφθεί και όμως ήσουνα εκεί. 'Ή έστω εν κομμάτι σου. Καθώς άγγιζε το κενό δέρμα μου ,ήμουνα ελεύθερος άπο τα πάντα από το οτιδήποτε. Ελεύθερος από κάθε άξια από κάθε κληρονομιά και κάθε χάρισμα που μου κληροδοτήθηκε. Είχα μονό λίγη οργή μέσα μου, λίγη αγανάκτηση. ανάμεσα στους κοσμικούς ορυμαγδούς  και στο απέραντο κενό του διαστήματος άρχισε το σώμα μου να διαλύεται σε εκατομμύρια εκρήξεις καθώς έβλεπα κάτι καινούργιο να γεννιέται μπροστά μου. Μέσα από τον απολυτό και επικό θάνατο ενός αστεριού μέσα από τις εκατομμύρια συμπλεγματα φωτος και ασχημάτιστης μάζας τόσο πιο μεγάλα απο'τι μπορεί το μυαλό να αντιληφθεί γεννήθηκε ένα άλλο φως. ένα φως που με ξενίζει. Τόσο αχανές και απόλυτο που με κατέκτησε σε όλα τα επίπεδα που υπάρχουν στο σώμα. Σε όλα τα επίπεδα που μπορεί να διανοηθεί ο νους. Το μονό που ακούγονταν ήταν οι αλλεπάλληλες εκρήξεις και η φωνή σου όταν γελάς. Εκεί αιωρήθηκε το σώμα μου για χιλιάδες χρονιά.  ανάμεσα στα απειρα χρώματα , τόσα πολλά που ακόμα δεν μπορώ να τα ονομάσω όλα, αφέθηκε το μυαλό μου και παρηγορήθηκε ο νους από τόσους καταστροφικούς ήχους που μέσα από τη παρακμή και τον θάνατο μιας θείας δημιουργίας αρμένιζαν στο κενό και πέρναγαν από μέσα μου σε τόσα κύματα απαράμιλλα και συμπαγή. Τότε στάθηκε ο χρόνος ακίνητος σαν να αναιρέθηκε η αρχή του και μέσα από τον απολυτό σκοτάδι συμπυκνώθηκαν τα πάντα σε μια μικρή σφαίρα στο χέρι μου. Είχα στα χεριά μου την ζωή ενός νεαρού αστεριού ,μιας νέας ύπαρξης τόσο απέραντης, τόσο κοσμικής και αχαλίνωτης που έτρεμε ότι και αν είναι αυτό που ονομάζεται ψυχή μέσα στο στήθος μου. Ταλανίζονταν η ψυχή μου μέσα μου σε έναν ρυθμό μελαγχολικό σαν ένα ρέκβιεμ για την ζώη που χάθηκε και την ζωή που κερδήθηκε. Πώς άραγε να ζήσω σε ένα σύμπαν που με διώχνει; Και έτσι έφυγα για λίγα μόνο λεπτά και έζησα κοσμικές στιγμές στο απέραντο της ανθρωπινής φαντασίας. Σε άλλες πραγματικότητες με άλλα όνειρα και ελπίδες ξένων πολιτισμών. Κράτησα ένα νεογέννητο αστέρι στα χέρια μου και απαλύνθηκα από το φως του ένα εκατομμύριο φορές. Και καταστράφηκα από τo βεληνεκές του άλλες τόσες. Είδα ότι μέσα από τον θάνατο βρίσκεις δέος. Και το πρώτο πράγμα που μου πέρασε από το μυαλό είναι αν θα δεις το φως που κρατώ όταν κοιτάς τον ουρανό. Όταν κοιτάς τον ουρανό άραγε με σκέφτεσαι ποτέ; Σκέφτεσαι ποτέ ότι κρατάω ένα από τα αστέρια που βλέπεις και κυριαρχείς στον λογισμό μου;

Με λένε Κωνσταντίνο είμαι 21 και αν έφευγα μακρυά σου, άραγε θα σταματούσα  πότε να νυκτοβατώ;

Κυριακή 19 Μαΐου 2013

Let the right one in

Συνάντησα τον Διάβολο εχθές. Στέλνει φιλιά και χαιρετίσματα. Και μετά χάθηκε στο σκοτεινό μιας αγκαλιάς που ήρθε να εξιλεώσει το ξημέρωμα και να αφήσει το πικρόχολο και κοφτερό του ραγίσματος για πρώτη πρωινή γεύση, μια γεύση σαν μέταλλο και χλωριούχο νάτριο. Πικρή και σχεδόν  ξεχασμένη. Αλλά παρούσα όπως πάντα. πότε δεν αργούσε στα ραντεβού μας. Δεν ήξερε από happy endings αυτή. Ήθελε πάντα να σκάει στο άνθος της ελπίδας και κοφτερή να μουδιάζει την γλώσσα και να κόβει από την ψυχή ότι περίσσευμα μένει μονό για να αφήσει κάτι ψιλά για να βγάλεις την μέρα.
Συνάντησα τον Διάβολο χτες και δεν είχε την μορφή σου αλλά σε προσέφερε σαν αμαρτία που ταλανίζει το σώμα μου και ξεπετσιάζει την ψυχη από αντοχή και αξιοπρέπεια. Έτσι με αφήνει γυμνό σε ότι συναίσθημα τύχει να περάσει όσο είσαι δίπλα μου. Και γω σε δέχτηκα πάλι μέσα μου σαν απαράμιλλα ερωτική και ταυτόχρονα πλατωνική επαφή. Σαν καπνος πια δεν κάθεσαι καν να σε αγγίξω, μετενσαρκώθηκες σε σκιά και ξεκινήσαμε το κυνήγι εσύ μπροστά και 'γω από πίσω πάλι και τώρα δεν νιώθω τίποτα, λες και μόλις απομακρύνθηκες έφυγε οποιοδήποτε ναρκωτικό ποτίζεις τα μαλλιά σου και νιώθω πάλι το κατέβασμα απότομο και άτσαλο να υποδέχεται τα πόδια μου σε σπασμένα γυαλιά και καρφιά στο σχήμα του ματιού σου. ''Πήγαινε κοιμησου'' μου λες μετά. όχι , όχι το μόνο που θέλω είναι αυτή η σάπια γαλήνη που νιώθω να με κατακλύζει καθώς αποβάλλω την επήρεια σου από μέσα μου . Ή τουλάχιστον αυτό νομίζω ότι κάνω. Ή έστω θέλω. Έτσι απλά μια μέρα να ξυπνήσω και όλο αυτό το αχανές κουβάρι , όλα αυτά τα πολυτραγουδισμένα  που τακτικά κρύβονται μέσα μου αλλά επίσης τακτικά με επισκεπτονται κάθε φορά που κάτι δικό σου αγγίζει το σώμα μου, απλά να εξαφανιστεί και να μην αφήσει τίποτα, ούτε μνήμη ,ούτε έρωτα, ούτε γέλιο ,ούτε θλίψη, ούτε ομορφιά, ούτε αρρώστια. Έυσεβείς πόθοι που εύκολα λέγονται.  Η αλήθεια είναι ότι μόνο εσύ με ξέρεις. Μονο εσύ ξέρεις τι είμαι . Μόνο εσύ με βλέπεις μέσα σε τόσο πλήθος. Μόνο συ με βλέπεις. Δεν μπορώ άλλο ήρθε η εξάντληση να με πάρει  να με βάλει για ύπνο να ξαπλώσει δίπλα μου και το πρωί να ξανά τυλιχτεί πάλι γύρω μου.

Με λένε  Κωνσταντίνο, είμαι 20 και συνάντησα τον Διαβολο χτες και τον άκουσα που μίλαγε για σένα.

Τρίτη 14 Μαΐου 2013

My Dahlia, bathed in possession


Δεν ονειρεύομαι πολύ. Πάντα νόμιζα ότι τα όνειρα είναι μια απεικόνιση του τι συμβαίνει μέσα στο μυαλό μας όσων άφορα τους πόθους. Και κάτι τέτοιο παίζει να είναι. Μια γλαφυρή αναπαράσταση του τι θέλω. Και εγώ δεν ονειρεύομαι τίποτα.σαν να πλέω στην πιο ήρεμη θάλασσα. Ούτε κύμα ούτε χαρά ούτε τίποτα. Μια τεράστια θάλασσα tch. Μονό μούδιασμα και αγαλλίαση. Όχι ακριβώς αγαλλίαση, αυτό το συναίσθημα που νιώθεις όταν σκάει το παυσίπονο μέσα στην απελπισία και νεκρώνει τα πάντα  Kαι έτσι νερωμένος βρίσκεις ηρεμία. Από την μια είναι αυτές οι στιγμές. από την άλλη είναι εκείνες οι άλλες, που ντύνεσαι σε ένα ξένο δέρμα και δεν υπάρχει κόσμος που να μην νιώθεις ανοικτό το σώμα σου, καμία υπόθεση κανένας πόνος όλα ξεχύνονται από μέσα μου και φεύγουν από το σώμα σαν αρρώστια , σαν παράσιτο. και τότε είναι που νιώθω την γη να ξεριζώνεται και να περιστρέφεται γύρω από το νέο μου πετσί. Έτσι νιώθω κάτι φορές. σαν να ντύνεται γύρω μου και να με προστατεύει από όλα αυτά που ξέρει ότι με φοβίζουν. και δεν είναι καν εδώ. ίσως είναι η επιθυμία μου η δεν ξέρω και 'γω τι. και έτσι τα βιώνω σαν όνειρο πια, χωρίς ανταπόδοση και κρύβω όλα μου τα μυστικά στο δέρμα. Πότε στο δικό μου πότε στο δικό της. Κινούμαι λοιπόν σε μια θάλασσα χωρίς ρεύμα, χωρίς αέρα, τραγουδώ ένα τραγούδι που δεν τραγουδιέται πότε και τρεμοπαίζω την ύπαρξη της στα χείλια μου που και που Έτσι κρυφά στα σκοτεινά όπως καλύτερα ξέρω για να μην ξεχνιέμαι και να κρατιέμαι στην γη . Κάθε μέρα έτσι για λίγο, σαν ηρωίνη ξεφεύγει στον οργανισμό μου με έχει εθίσει στο οτιδήποτε δικό της και μέσα από την αρρώστια φτιάχνω άλλες μνήμες που ταλανίζονται από το φανταστικό της φύσης τους. Τρεις νότες όλες μου οι μέρες και στο τι θα γίνει πως που τι και πότε μουδιάζει ο νους μου και παρασέρνει το σώμα στα ανοιχτά που περπατώ και χάνομαι , όχι σε κάποια στενά , όχι σε κάποιον άγνωστο δρόμο, χάνομαι μέσα στο ίδιο μου το κεφάλι. Άπλα θρυμματίζω τα μυστικά μου και φτιάχνω καινούργια γιατί μόνο έτσι για λίγο φεύγει το βάρος τους από το στήθος μου. Και μετά σιωπούν όλα για δεκαπέντε δευτερόλεπτα, με αγκαλιάζει η εξάντληση και κοιμάμαι σαν να πεθαίνω, ούτε όνειρα ούτε ξεκούραση ούτε ηρεμία.

Με λένε Κωνσταντίνο είμαι 20, και μεσα στο κέλυφος μου περιμένω.


Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2013

Τοy piano

Δεν ξέρω τι είναι αυτό που με πιάνει και μελαγχολώ κάθε μεσημέρι που βρίσκομαι έξω. Δεν είμαι συχνά έξω τα μεσημέρια. Δεν αρέσει ο ήλιος. οπότε είτε είμαι σπίτι είτε είμαι σε κάποια δουλειά. Αλλά όταν με πετυχαίνει και είμαι έξω νιώθω απών από σώμα και νου. Κινούμαι μηχανικά ,σχεδόν χαζά. Σήμερα έκατσα σε ένα πάρκο ,δεν ξέρω γιατί, αλήθεια. Μου λείπει να πηγαίνω στο πάρκο. να φέρνω από το σπίτι τα παιχνίδια μου και άπλα να γεμίζω το μυαλό με ότι να' ναι. Ίσως βιάστηκα να μεγαλώσω. Ίσως να μην έπρεπε. Ίσως να ήμουνα καλύτερα ως παιδί τότε που τα πράγματα είχαν σημασία και όλα έμοιαζαν τόσο αρμόνικα. Βιάστηκα να μεγαλώσω ,να βγω ,να δω. Κάνεις δεν μου είπε όμως ότι όλα αυτά που θα γίνονταν δεν θα'ταν στην τηλεόραση Σάββατο πρωί. Θα ήταν αλήθεια. Και η αλήθεια είναι μεγάλη μαλάκια. Δεν έχει ούτε backspace ούτε κουμπί για να σβήσει. Νόμιζα ότι η ζωή θα είναι μια περιπέτεια και'γω για 'κει ξεκίνησα και κάπου στα μισά ξέμεινα σαν τον Οδυσσέα στην γη κάποιων λωτοφάγων με σπασμένο το σπαθί μου και τόσα μυριάδες πράγματα πάνω στο κεφάλι μου.Βιάστηκα να μεγαλώσω. Κάνεις δεν μου είπε να περιμένω. Κάνεις δεν μου είπε ότι ήμουνα πάνω σε ένα τρένο που θα με έφερνε εδώ έτσι και αλλιώς. Δεν χρειάστηκε να γκαζώσω  μέχρι αηδίας. Αλλά τότε ήταν  όμορφα, ήταν όμορφο το σφύριγμα της καμινάδας του τρένου εκείνου και δεν με ένοιαζε η ομίχλη μπροστά. Το μόνο που ήθελα ήταν να ζήσω την περιπέτεια να σώσω όλες τις πριγκίπισσες, να σφάζω όλους τους δράκους και να γυρίσω σπίτι νωρίς. Μα το τρένο δεν σταμάτησε ποτέ και είμαι ακόμα πάνω και κάθε μεσημέρι νιώθω ότι γίνομαι σκόνη κάτω από τον μεσημεριανό  ήλιο και φθείρομαι μέχρι να φτάσει το σαράκι στο μόνο ατόφιο πράγμα που έχω μέσα μου. Στον εφτάχρονο εαυτό μου. Αυτός την είχε καλά την δουλειά, είχε όλα τα θέματα λυμένα. Και όμως δεν έφτανε αυτό. Έπρεπε να δω τι υπάρχει πέρα από το πάρκο, να δω και άλλα κάστρα και να σώσω όσους μπορώ στο ταξίδι μου. Αλλά άρχισα να κουράζομαι και είμαι μόνο 20 χρόνων. Θυμάμαι όταν ήμουνα μικρός δεν έπρεπε να πατήσω στους αρμούς απ' τα πλακάκια γιατί ήτανε φτιαγμένοι από λέιζερ και ότι κάθε έδαφος εκτός από τον καναπέ ήτανε λάβα. Αν έπεφτα βέβαια όλα καλά, έκανα τα κόλπα μου και συνέχιζα. Αυτό ήτανε καλό. Ήτανε σπάνιο και γι'αυτό ήταν ωραία , έπεφτες και άπλα σηκωνόσουν και συνέχιζες. Τώρα δεν ξέρω γιατί αλλά όταν πέφτω αργώ για να ακούσω τον γδούπο της επαφής του σώματος μου με το πάτωμα. Και όταν έρθει η στιγμή μου φαίνεται δύσκολο να σηκωθώ. Αλλά δεν μπορώ να κάνω κάτι γιατί ακόμα πιστεύω στο τρένο. Πιστεύω ότι κάπου θα με βγάλει. Δεν θέλω τόσο πια να με πάει μπροστά προτιμώ να με πάει πίσω και ας είναι και αργά. Δεν πειράζει. Εγώ είμαι έτοιμος να παίξω με τα παιχνίδια μου. Γιατί αυτά τα αγαπούσα και με αγαπούσαν και αυτά. Και ήταν καλά. Ήταν ήρεμα.

Με λένε Κωνσταντίνο ,είμαι 20 και η καλύτερη μουσική θα βγαίνει πάντα από το μικρο κουρδιστό πιάνο που έχασα στο πάρκο.