Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2013

Τοy piano

Δεν ξέρω τι είναι αυτό που με πιάνει και μελαγχολώ κάθε μεσημέρι που βρίσκομαι έξω. Δεν είμαι συχνά έξω τα μεσημέρια. Δεν αρέσει ο ήλιος. οπότε είτε είμαι σπίτι είτε είμαι σε κάποια δουλειά. Αλλά όταν με πετυχαίνει και είμαι έξω νιώθω απών από σώμα και νου. Κινούμαι μηχανικά ,σχεδόν χαζά. Σήμερα έκατσα σε ένα πάρκο ,δεν ξέρω γιατί, αλήθεια. Μου λείπει να πηγαίνω στο πάρκο. να φέρνω από το σπίτι τα παιχνίδια μου και άπλα να γεμίζω το μυαλό με ότι να' ναι. Ίσως βιάστηκα να μεγαλώσω. Ίσως να μην έπρεπε. Ίσως να ήμουνα καλύτερα ως παιδί τότε που τα πράγματα είχαν σημασία και όλα έμοιαζαν τόσο αρμόνικα. Βιάστηκα να μεγαλώσω ,να βγω ,να δω. Κάνεις δεν μου είπε όμως ότι όλα αυτά που θα γίνονταν δεν θα'ταν στην τηλεόραση Σάββατο πρωί. Θα ήταν αλήθεια. Και η αλήθεια είναι μεγάλη μαλάκια. Δεν έχει ούτε backspace ούτε κουμπί για να σβήσει. Νόμιζα ότι η ζωή θα είναι μια περιπέτεια και'γω για 'κει ξεκίνησα και κάπου στα μισά ξέμεινα σαν τον Οδυσσέα στην γη κάποιων λωτοφάγων με σπασμένο το σπαθί μου και τόσα μυριάδες πράγματα πάνω στο κεφάλι μου.Βιάστηκα να μεγαλώσω. Κάνεις δεν μου είπε να περιμένω. Κάνεις δεν μου είπε ότι ήμουνα πάνω σε ένα τρένο που θα με έφερνε εδώ έτσι και αλλιώς. Δεν χρειάστηκε να γκαζώσω  μέχρι αηδίας. Αλλά τότε ήταν  όμορφα, ήταν όμορφο το σφύριγμα της καμινάδας του τρένου εκείνου και δεν με ένοιαζε η ομίχλη μπροστά. Το μόνο που ήθελα ήταν να ζήσω την περιπέτεια να σώσω όλες τις πριγκίπισσες, να σφάζω όλους τους δράκους και να γυρίσω σπίτι νωρίς. Μα το τρένο δεν σταμάτησε ποτέ και είμαι ακόμα πάνω και κάθε μεσημέρι νιώθω ότι γίνομαι σκόνη κάτω από τον μεσημεριανό  ήλιο και φθείρομαι μέχρι να φτάσει το σαράκι στο μόνο ατόφιο πράγμα που έχω μέσα μου. Στον εφτάχρονο εαυτό μου. Αυτός την είχε καλά την δουλειά, είχε όλα τα θέματα λυμένα. Και όμως δεν έφτανε αυτό. Έπρεπε να δω τι υπάρχει πέρα από το πάρκο, να δω και άλλα κάστρα και να σώσω όσους μπορώ στο ταξίδι μου. Αλλά άρχισα να κουράζομαι και είμαι μόνο 20 χρόνων. Θυμάμαι όταν ήμουνα μικρός δεν έπρεπε να πατήσω στους αρμούς απ' τα πλακάκια γιατί ήτανε φτιαγμένοι από λέιζερ και ότι κάθε έδαφος εκτός από τον καναπέ ήτανε λάβα. Αν έπεφτα βέβαια όλα καλά, έκανα τα κόλπα μου και συνέχιζα. Αυτό ήτανε καλό. Ήτανε σπάνιο και γι'αυτό ήταν ωραία , έπεφτες και άπλα σηκωνόσουν και συνέχιζες. Τώρα δεν ξέρω γιατί αλλά όταν πέφτω αργώ για να ακούσω τον γδούπο της επαφής του σώματος μου με το πάτωμα. Και όταν έρθει η στιγμή μου φαίνεται δύσκολο να σηκωθώ. Αλλά δεν μπορώ να κάνω κάτι γιατί ακόμα πιστεύω στο τρένο. Πιστεύω ότι κάπου θα με βγάλει. Δεν θέλω τόσο πια να με πάει μπροστά προτιμώ να με πάει πίσω και ας είναι και αργά. Δεν πειράζει. Εγώ είμαι έτοιμος να παίξω με τα παιχνίδια μου. Γιατί αυτά τα αγαπούσα και με αγαπούσαν και αυτά. Και ήταν καλά. Ήταν ήρεμα.

Με λένε Κωνσταντίνο ,είμαι 20 και η καλύτερη μουσική θα βγαίνει πάντα από το μικρο κουρδιστό πιάνο που έχασα στο πάρκο.